νεκρόφοβος

νεκρόφοβος
-η, -ο
1.αυτός που φοβάται τους νεκρούς.
2. αυτός που φοβάται το θάνατο, που έχει την έμμονη ιδέα του θανάτου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεκρόφοβος — ο, η 1. αυτός που φοβάται τους νεκρούς 2. αυτός που βασανίζεται από την ιδέα τού θανάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrophobe < necro (< νεκρός) + phobe (< φόβος < φόβος)] …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”